Tο προφίλ υγείας στην Ελλάδα



Μια εικόνα δίνει η έκδοση της Ευρωπαϊκή Επιτροπής για το προφίλ υγείας στην Ελλάδα το 2019. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλότερο προσδόκιμο ζωής από τον μέσο όρο της ΕΕ (81,4 έτη έναντι μέσου όρου της ΕΕ-28 80,9 έτη), όμως ο ρυθμός αύξησης έχει επιβραδυνθεί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Και στην Ελλάδα καταγράφεται κοινωνική ανισότητα ως προς το προσδόκιμο ζωής. Στην ηλικία των 30 ετών, οι Έλληνες άντρες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο αναμένεται να ζήσουν έξι έτη περισσότερα σε σύγκριση με εκείνους που διαθέτουν το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, ενώ στις γυναίκες η αντίστοιχη διαφορά είναι 2,4 έτη. Πάντως ως προς αυτή την ανισότητα είμαστε ακόμη χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, είχαμε επιδείνωση στους δείκτες υγείας. Η βρεφική θνησιμότητα, δείκτης που αποτυπώνει τόσο την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης όσο και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ενώ ήταν 3,1 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων στην περίοδο 2007-2009, έφτασε το 2016 τους 4,2 θανάτους, πριν υποχωρήσει το 2017 στους 3,5. Αντίστοιχα, ένας άλλος δείκτης που επιδεινώθηκε στην περίοδο της κρίσης ήταν αυτός των αυτοκτονιών όπου μετά το 2010 αυξήθηκαν κατά 30%, ενώ μελέτες έδειξαν και αύξηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό.
Επιπλέον, παρότι το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών ήταν 20,1 έτη, ελαφρώς υψηλότερο από το σύνολο των χωρών της ΕΕ, μόνο το 40% αυτών των ετών θα το ζήσουν χωρίς αναπηρία, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 50%, κάτι που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε δύο λιγότερα έτη υγιούς ζωής σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Από τις συμπεριφορές και τις συνήθειές μας, περίπου 22% των θανάτων το 2017 μπορούσε να αποδοθεί στο κάπνισμα (αρκετά πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο που είναι 17%), 19% σε διατροφικούς κινδύνους, 4% στο αλκοόλ (πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο που είναι 6%) και 3% στη χαμηλή σωματική δραστηριότητα (όσο και ο ευρωπαϊκό μέσος όρος). Συνολικά, το 42% των θανάτων μπορούν να αποδοθούν σε συμπεριφορικούς κινδύνους.
Η Ελλάδα δαπανά λιγότερα από άλλες χώρες για την υγεία. Το 2017 το ποσοστό των δαπανών υγείας ήταν 8% του ΑΕΠ ή 1.623 ευρώ ανά άτομο (με προσαρμογή ως προς την αγοραστική δύναμη) κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 2.884 ευρώ αλλά και κάτω από τα 2.267 ευρώ που ήταν στην Ελλάδα το 2008. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών διατέθηκε για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη (42%), για φάρμακα (31%) και για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (22%). Ομως, η Ελλάδα δαπανά πολύ λίγα για προληπτική φροντίδα (20 ευρώ ανά άτομο έναντι 89 ευρώ ανά άτομο που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Παράλληλα, τα νοικοκυριά βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη: το 35% των δαπανών υγείας χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά. Η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό γιατρών στον πληθυσμό (μετρούμενων με βάση τις άδειες ασκήσεως επαγγέλματος) και χαμηλό ποσοστό νοσηλευτών.
Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να έχει χειρότερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς την προλαμβανόμενη θνησιμότητα (θάνατοι που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί κυρίως μέσω παρεμβάσεων δημόσιας υγείας και πρωτογενούς πρόληψης) και τουλάχιστον μέχρι το 2016 καλύτερες επιδόσεις ως προς την θεραπεύσιμη θνησιμότητα (θάνατοι που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί κυρίως μέσω παρεμβάσεων υγειονομικής περίθαλψης), αν και υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι μετά το 2015 είχαμε αύξηση της θεραπεύσιμης θνησιμότητας.
www.healthweb.gr
















Σχόλια